- μεσσοπαγής
- μεσσοπαγής, -ές (Α)(ποιητ. τ.) βλ. μεσοπαγής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσσοπαγής — μεσοπαγής fixed up to the middle masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek